- κατάλλαγμα
- κατάλλαγμα, τὸ (AM) [καταλλάσσω]μσν.1. ανταλλαγή2. αντάλλαγμααρχ.συμφιλίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάλλαγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλλάγματα — κατάλλαγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)